αχιόνιστος

αχιόνιστος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν είναι σκεπασμένος από χιόνι: Τα βουνά γύρω ήταν ακόμη αχιόνιστα.
2. (για χρονικές περιόδους), εκείνος στη διάρκεια του οποίου δε χιόνισε: Η χρονιά πέρασε σχεδόν αχιόνιστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αχιόνιστος — η, ο (Μ ἀχιόνιστος, ον) αυτός που δεν σκεπάστηκε με χιόνι νεοελλ. (για τόπο) εκείνος στον οποίο ποτέ δεν χιονίζει …   Dictionary of Greek

  • ἀχιόνιστον — ἀχιόνιστος not snowed upon masc/fem acc sg ἀχιόνιστος not snowed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”