- αχιόνιστος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν είναι σκεπασμένος από χιόνι: Τα βουνά γύρω ήταν ακόμη αχιόνιστα.2. (για χρονικές περιόδους), εκείνος στη διάρκεια του οποίου δε χιόνισε: Η χρονιά πέρασε σχεδόν αχιόνιστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.